Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κίμωλος
Κίμων
Κιμώνιος
κινάβευμα
κινάβρα
κιναβράω
κίναδος
κιναθίζειν
κινάθισμα
κιναιδεία
κιναιδεύομαι
κιναιδία
κιναιδίζω
κιναίδισμα
κιναιδογράφος
κιναιδολογέω
κιναιδολογία
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κινάρα
View word page
κιναιδεύομαι
to be a κίναιδος

ShortDef

to be a κίναιδος

Debugging

Headword:
κιναιδεύομαι
Headword (normalized):
κιναιδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κιναιδευομαι
IDX:
48493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48494
Key:

Data

{'content': 'to be a κίναιδος'}