Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κιλλικύριοι
Κιλλικῶν
κίλλιξ
κίλλος
κιλλός
κίλλουρος
κιμβεία
Κίμβερ
κίμβιξ
Κιμβρικός
κιμμερικόν
Κιμμερικός
Κιμμέριοι
Κιμωλία
Κιμώλιος
Κίμωλος
Κίμων
Κιμώνιος
κινάβευμα
κινάβρα
κιναβράω
View word page
κιμμερικόν
woman's garment
ShortDef
woman's garment
Debugging
Headword:
κιμμερικόν
Headword (normalized):
κιμμερικόν
Headword (normalized/stripped):
κιμμερικον
IDX:
48478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48479
Key:
Data
{'content': "woman's garment"}