Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιλλακτήρ
κιλλίβας
Κιλλικύριοι
Κιλλικῶν
κίλλιξ
κίλλος
κιλλός
κίλλουρος
κιμβεία
Κίμβερ
κίμβιξ
Κιμβρικός
κιμμερικόν
Κιμμερικός
Κιμμέριοι
Κιμωλία
Κιμώλιος
Κίμωλος
Κίμων
Κιμώνιος
κινάβευμα
View word page
κίμβιξ
a niggard

ShortDef

a niggard

Debugging

Headword:
κίμβιξ
Headword (normalized):
κίμβιξ
Headword (normalized/stripped):
κιμβιξ
IDX:
48476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48477
Key:

Data

{'content': 'a niggard'}