Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κιλίκιος
Κιλικισμός
Κίλιξ
Κίλισσα
Κίλλα
κιλλακτήρ
κιλλίβας
Κιλλικύριοι
Κιλλικῶν
κίλλιξ
κίλλος
κιλλός
κίλλουρος
κιμβεία
Κίμβερ
κίμβιξ
Κιμβρικός
κιμμερικόν
Κιμμερικός
Κιμμέριοι
Κιμωλία
View word page
κίλλος
an ass

ShortDef

an ass

Debugging

Headword:
κίλλος
Headword (normalized):
κίλλος
Headword (normalized/stripped):
κιλλος
IDX:
48471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48472
Key:

Data

{'content': 'an ass'}