Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κίκιρρος
κικκαβαῦ
κικλῄσκω
κικλήσκω
Κίκονες
κικυμίς
κικυμώσσω
Κίκυννα
Κικυννεύς
κῖκυς
κίκω
Κίλικες
Κιλικία
Κιλικιαρχία
Κιλικίζω
Κιλίκιον
Κιλίκιος
Κιλικισμός
Κίλιξ
Κίλισσα
Κίλλα
View word page
κίκω
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
κίκω
Headword (normalized):
κίκω
Headword (normalized/stripped):
κικω
IDX:
48455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48456
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}