Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κικίβαλος
κίκιννος
κίκινος
κικιουργός
κικιοφόρος
κίκιρρος
κικκαβαῦ
κικλῄσκω
κικλήσκω
Κίκονες
κικυμίς
κικυμώσσω
Κίκυννα
Κικυννεύς
κῖκυς
κίκω
Κίλικες
Κιλικία
Κιλικιαρχία
Κιλικίζω
Κιλίκιον
View word page
κικυμίς
screech-owl

ShortDef

screech-owl

Debugging

Headword:
κικυμίς
Headword (normalized):
κικυμίς
Headword (normalized/stripped):
κικυμις
IDX:
48450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48451
Key:

Data

{'content': 'screech-owl'}