Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κικερώνειος
κίκι
κικίβαλος
κίκιννος
κίκινος
κικιουργός
κικιοφόρος
κίκιρρος
κικκαβαῦ
κικλῄσκω
κικλήσκω
Κίκονες
κικυμίς
κικυμώσσω
Κίκυννα
Κικυννεύς
κῖκυς
κίκω
Κίλικες
Κιλικία
Κιλικιαρχία
View word page
κικλήσκω
to call, summon
ShortDef
to call, summon
Debugging
Headword:
κικλήσκω
Headword (normalized):
κικλήσκω
Headword (normalized/stripped):
κικλησκω
IDX:
48448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48449
Key:
Data
{'content': 'to call, summon'}