Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιθωνίσκος
κίκαμα
Κικέρων
Κικερώνειος
κίκι
κικίβαλος
κίκιννος
κίκινος
κικιουργός
κικιοφόρος
κίκιρρος
κικκαβαῦ
κικλῄσκω
κικλήσκω
Κίκονες
κικυμίς
κικυμώσσω
Κίκυννα
Κικυννεύς
κῖκυς
κίκω
View word page
κίκιρρος
cock

ShortDef

cock

Debugging

Headword:
κίκιρρος
Headword (normalized):
κίκιρρος
Headword (normalized/stripped):
κικιρρος
IDX:
48445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48446
Key:

Data

{'content': 'cock'}