Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιθαρῳδικός
κιθαρῳδός
κιθωνίσκος
κίκαμα
Κικέρων
Κικερώνειος
κίκι
κικίβαλος
κίκιννος
κίκινος
κικιουργός
κικιοφόρος
κίκιρρος
κικκαβαῦ
κικλῄσκω
κικλήσκω
Κίκονες
κικυμίς
κικυμώσσω
Κίκυννα
Κικυννεύς
View word page
κικιουργός
castor-oil worker

ShortDef

castor-oil worker

Debugging

Headword:
κικιουργός
Headword (normalized):
κικιουργός
Headword (normalized/stripped):
κικιουργος
IDX:
48443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48444
Key:

Data

{'content': 'castor-oil worker'}