Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κιθαιρών
κιθάρα
κιθαρηφόρος
κιθαρίζω
κίθαρις
κιθάρισις
κιθάρισμα
κιθαριστέον
κιθαριστήριος
κιθαριστής
κιθαριστικός
κιθαρίστρια
κιθαριστύς
κίθαρος
κιθαρῳδέω
κιθαρῴδησις
κιθαρῳδία
κιθαρῳδικός
κιθαρῳδός
κιθωνίσκος
κίκαμα
View word page
κιθαριστικός
skilled in harp-playing

ShortDef

skilled in harp-playing

Debugging

Headword:
κιθαριστικός
Headword (normalized):
κιθαριστικός
Headword (normalized/stripped):
κιθαριστικος
IDX:
48426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48427
Key:

Data

{'content': 'skilled in harp-playing'}