Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κιβωτοειδής
κιβωτοποιός
κιβωτός
κιγκλίζω
κιγκλίς
κίγκλισις
κιγκλοβάτης
κίγκλος
κιγχάνω
κίδαρις
κίδαφος
κίδναι
κίδναμαι
κιέλλη
Κιθαιρών
κιθάρα
κιθαρηφόρος
κιθαρίζω
κίθαρις
κιθάρισις
κιθάρισμα
View word page
κίδαφος
wily
ShortDef
wily
Debugging
Headword:
κίδαφος
Headword (normalized):
κίδαφος
Headword (normalized/stripped):
κιδαφος
IDX:
48412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48413
Key:
Data
{'content': 'wily'}