Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κιβωτάριον
κιβώτιον
κιβωτοειδής
κιβωτοποιός
κιβωτός
κιγκλίζω
κιγκλίς
κίγκλισις
κιγκλοβάτης
κίγκλος
κιγχάνω
κίδαρις
κίδαφος
κίδναι
κίδναμαι
κιέλλη
Κιθαιρών
κιθάρα
κιθαρηφόρος
κιθαρίζω
κίθαρις
View word page
κιγχάνω
onion
ShortDef
onion
Debugging
Headword:
κιγχάνω
Headword (normalized):
κιγχάνω
Headword (normalized/stripped):
κιγχανω
IDX:
48410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48411
Key:
Data
{'content': 'onion'}