Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιβδηλιάω
κίβδηλος
κίβδος
κίβισις
κιβώριον
κιβωτάριον
κιβώτιον
κιβωτοειδής
κιβωτοποιός
κιβωτός
κιγκλίζω
κιγκλίς
κίγκλισις
κιγκλοβάτης
κίγκλος
κιγχάνω
κίδαρις
κίδαφος
κίδναι
κίδναμαι
κιέλλη
View word page
κιγκλίζω
to wag the tail

ShortDef

to wag the tail

Debugging

Headword:
κιγκλίζω
Headword (normalized):
κιγκλίζω
Headword (normalized/stripped):
κιγκλιζω
IDX:
48405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48406
Key:

Data

{'content': 'to wag the tail'}