Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κιβδηλία
κιβδηλιάω
κίβδηλος
κίβδος
κίβισις
κιβώριον
κιβωτάριον
κιβώτιον
κιβωτοειδής
κιβωτοποιός
κιβωτός
κιγκλίζω
κιγκλίς
κίγκλισις
κιγκλοβάτης
κίγκλος
κιγχάνω
κίδαρις
κίδαφος
κίδναι
κίδναμαι
View word page
κιβωτός
a wooden box, chest, coffer
ShortDef
a wooden box, chest, coffer
Debugging
Headword:
κιβωτός
Headword (normalized):
κιβωτός
Headword (normalized/stripped):
κιβωτος
IDX:
48404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48405
Key:
Data
{'content': 'a wooden box, chest, coffer'}