Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κιβδηλεύω
κιβδηλία
κιβδηλιάω
κίβδηλος
κίβδος
κίβισις
κιβώριον
κιβωτάριον
κιβώτιον
κιβωτοειδής
κιβωτοποιός
κιβωτός
κιγκλίζω
κιγκλίς
κίγκλισις
κιγκλοβάτης
κίγκλος
κιγχάνω
κίδαρις
κίδαφος
κίδναι
View word page
κιβωτοποιός
maker of chests

ShortDef

maker of chests

Debugging

Headword:
κιβωτοποιός
Headword (normalized):
κιβωτοποιός
Headword (normalized/stripped):
κιβωτοποιος
IDX:
48403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48404
Key:

Data

{'content': 'maker of chests'}