Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κηφισοφῶν
κῆχος
κηώδης
κιβδηλεία
κιβδήλευμα
κιβδηλεύω
κιβδηλία
κιβδηλιάω
κίβδηλος
κίβδος
κίβισις
κιβώριον
κιβωτάριον
κιβώτιον
κιβωτοειδής
κιβωτοποιός
κιβωτός
κιγκλίζω
κιγκλίς
κίγκλισις
κιγκλοβάτης
View word page
κίβισις
a pouch, wallet
ShortDef
a pouch, wallet
Debugging
Headword:
κίβισις
Headword (normalized):
κίβισις
Headword (normalized/stripped):
κιβισις
IDX:
48398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48399
Key:
Data
{'content': 'a pouch, wallet'}