Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κηφισόδοτος
Κηφισός
Κηφισοφῶν
κῆχος
κηώδης
κιβδηλεία
κιβδήλευμα
κιβδηλεύω
κιβδηλία
κιβδηλιάω
κίβδηλος
κίβδος
κίβισις
κιβώριον
κιβωτάριον
κιβώτιον
κιβωτοειδής
κιβωτοποιός
κιβωτός
κιγκλίζω
κιγκλίς
View word page
κίβδηλος
adulterated, spurious, base
ShortDef
adulterated, spurious, base
Debugging
Headword:
κίβδηλος
Headword (normalized):
κίβδηλος
Headword (normalized/stripped):
κιβδηλος
IDX:
48396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48397
Key:
Data
{'content': 'adulterated, spurious, base'}