Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηφηνώδης
Κηφισίς
Κηφισόδοτος
Κηφισός
Κηφισοφῶν
κῆχος
κηώδης
κιβδηλεία
κιβδήλευμα
κιβδηλεύω
κιβδηλία
κιβδηλιάω
κίβδηλος
κίβδος
κίβισις
κιβώριον
κιβωτάριον
κιβώτιον
κιβωτοειδής
κιβωτοποιός
κιβωτός
View word page
κιβδηλία
adulteration, trickery, dishonesty

ShortDef

adulteration, trickery, dishonesty

Debugging

Headword:
κιβδηλία
Headword (normalized):
κιβδηλία
Headword (normalized/stripped):
κιβδηλια
IDX:
48394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48395
Key:

Data

{'content': 'adulteration, trickery, dishonesty'}