Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηφήν
κηφήνιον
κηφηνώδης
Κηφισίς
Κηφισόδοτος
Κηφισός
Κηφισοφῶν
κῆχος
κηώδης
κιβδηλεία
κιβδήλευμα
κιβδηλεύω
κιβδηλία
κιβδηλιάω
κίβδηλος
κίβδος
κίβισις
κιβώριον
κιβωτάριον
κιβώτιον
κιβωτοειδής
View word page
κιβδήλευμα
an adulteration
ShortDef
an adulteration
Debugging
Headword:
κιβδήλευμα
Headword (normalized):
κιβδήλευμα
Headword (normalized/stripped):
κιβδηλευμα
IDX:
48392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48393
Key:
Data
{'content': 'an adulteration'}