Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κηφεύς
κηφήν
κηφήνιον
κηφηνώδης
Κηφισίς
Κηφισόδοτος
Κηφισός
Κηφισοφῶν
κῆχος
κηώδης
κιβδηλεία
κιβδήλευμα
κιβδηλεύω
κιβδηλία
κιβδηλιάω
κίβδηλος
κίβδος
κίβισις
κιβώριον
κιβωτάριον
κιβώτιον
View word page
κιβδηλεία
adulteration
ShortDef
adulteration
Debugging
Headword:
κιβδηλεία
Headword (normalized):
κιβδηλεία
Headword (normalized/stripped):
κιβδηλεια
IDX:
48391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48392
Key:
Data
{'content': 'adulteration'}