Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κητοθηρεῖον
κητόομαι
κῆτος
κητοτρόφος
κητοφάγος
κητοφόνος
Κητώ
κητώδης
κητώεις
Κῆϋξ
κήϋος
Κηφεύς
κηφήν
κηφήνιον
κηφηνώδης
Κηφισίς
Κηφισόδοτος
Κηφισός
Κηφισοφῶν
κῆχος
κηώδης
View word page
κήϋος
purificatory
ShortDef
purificatory
Debugging
Headword:
κήϋος
Headword (normalized):
κήϋος
Headword (normalized/stripped):
κηυος
IDX:
48380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48381
Key:
Data
{'content': 'purificatory'}