Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κήτειος
Κητεύς
κήτημα
κητόδορπος
κητοθηρεῖον
κητόομαι
κῆτος
κητοτρόφος
κητοφάγος
κητοφόνος
Κητώ
κητώδης
κητώεις
Κῆϋξ
κήϋος
Κηφεύς
κηφήν
κηφήνιον
κηφηνώδης
Κηφισίς
Κηφισόδοτος
View word page
Κητώ
Ceto

ShortDef

Ceto

Debugging

Headword:
Κητώ
Headword (normalized):
κητώ
Headword (normalized/stripped):
κητω
IDX:
48376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48377
Key:

Data

{'content': 'Ceto'}