Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρωτή
κηρωτοειδής
κηρωτομάλαγμα
κητεία
Κήτειοι
κήτειος
Κητεύς
κήτημα
κητόδορπος
κητοθηρεῖον
κητόομαι
κῆτος
κητοτρόφος
κητοφάγος
κητοφόνος
Κητώ
κητώδης
κητώεις
Κῆϋξ
κήϋος
Κηφεύς
View word page
κητόομαι
grow to a seamonster

ShortDef

grow to a seamonster

Debugging

Headword:
κητόομαι
Headword (normalized):
κητόομαι
Headword (normalized/stripped):
κητοομαι
IDX:
48371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48372
Key:

Data

{'content': 'grow to a seamonster'}