Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρών
κήρωσις
κηρωτάριον
κηρωτή
κηρωτοειδής
κηρωτομάλαγμα
κητεία
Κήτειοι
κήτειος
Κητεύς
κήτημα
κητόδορπος
κητοθηρεῖον
κητόομαι
κῆτος
κητοτρόφος
κητοφάγος
κητοφόνος
Κητώ
κητώδης
κητώεις
View word page
κήτημα
salted tunny

ShortDef

salted tunny

Debugging

Headword:
κήτημα
Headword (normalized):
κήτημα
Headword (normalized/stripped):
κητημα
IDX:
48368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48369
Key:

Data

{'content': 'salted tunny'}