Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηρύσσω
κηρώδης
κήρωμα
κηρωματικός
κηρωματιστής
κηρών
κήρωσις
κηρωτάριον
κηρωτή
κηρωτοειδής
κηρωτομάλαγμα
κητεία
Κήτειοι
κήτειος
Κητεύς
κήτημα
κητόδορπος
κητοθηρεῖον
κητόομαι
κῆτος
κητοτρόφος
View word page
κηρωτομάλαγμα
wax plaster
ShortDef
wax plaster
Debugging
Headword:
κηρωτομάλαγμα
Headword (normalized):
κηρωτομάλαγμα
Headword (normalized/stripped):
κηρωτομαλαγμα
IDX:
48363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48364
Key:
Data
{'content': 'wax plaster'}