Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κῆρυξ
κήρυξις
κηρύσσω
κηρώδης
κήρωμα
κηρωματικός
κηρωματιστής
κηρών
κήρωσις
κηρωτάριον
κηρωτή
κηρωτοειδής
κηρωτομάλαγμα
κητεία
Κήτειοι
κήτειος
Κητεύς
κήτημα
κητόδορπος
κητοθηρεῖον
κητόομαι
View word page
κηρωτή
cerate
ShortDef
cerate
Debugging
Headword:
κηρωτή
Headword (normalized):
κηρωτή
Headword (normalized/stripped):
κηρωτη
IDX:
48361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48362
Key:
Data
{'content': 'cerate'}