Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κήρυνος
κῆρυξ
κήρυξις
κηρύσσω
κηρώδης
κήρωμα
κηρωματικός
κηρωματιστής
κηρών
κήρωσις
κηρωτάριον
κηρωτή
κηρωτοειδής
κηρωτομάλαγμα
κητεία
Κήτειοι
κήτειος
Κητεύς
κήτημα
κητόδορπος
κητοθηρεῖον
View word page
κηρωτάριον
wax plaster
ShortDef
wax plaster
Debugging
Headword:
κηρωτάριον
Headword (normalized):
κηρωτάριον
Headword (normalized/stripped):
κηρωταριον
IDX:
48360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48361
Key:
Data
{'content': 'wax plaster'}