Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρυκτός
κηρυκώδης
κηρύλος
κήρυνος
κῆρυξ
κήρυξις
κηρύσσω
κηρώδης
κήρωμα
κηρωματικός
κηρωματιστής
κηρών
κήρωσις
κηρωτάριον
κηρωτή
κηρωτοειδής
κηρωτομάλαγμα
κητεία
Κήτειοι
κήτειος
Κητεύς
View word page
κηρωματιστής
one who anoints with

ShortDef

one who anoints with

Debugging

Headword:
κηρωματιστής
Headword (normalized):
κηρωματιστής
Headword (normalized/stripped):
κηρωματιστης
IDX:
48357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48358
Key:

Data

{'content': 'one who anoints with'}