Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηρύκιον
κηρυκιοφόρος
κηρυκτός
κηρυκώδης
κηρύλος
κήρυνος
κῆρυξ
κήρυξις
κηρύσσω
κηρώδης
κήρωμα
κηρωματικός
κηρωματιστής
κηρών
κήρωσις
κηρωτάριον
κηρωτή
κηρωτοειδής
κηρωτομάλαγμα
κητεία
Κήτειοι
View word page
κήρωμα
wax-salve, cerate
ShortDef
wax-salve, cerate
Debugging
Headword:
κήρωμα
Headword (normalized):
κήρωμα
Headword (normalized/stripped):
κηρωμα
IDX:
48355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48356
Key:
Data
{'content': 'wax-salve, cerate'}