Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κήρυγμα
κηρύκαινα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκειος
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
κηρύκινος
κηρυκιοειδής
κηρύκιον
κηρυκιοφόρος
κηρυκτός
κηρυκώδης
κηρύλος
κήρυνος
κῆρυξ
κήρυξις
κηρύσσω
κηρώδης
κήρωμα
View word page
κηρύκιον
eye-salve

ShortDef

eye-salve

Debugging

Headword:
κηρύκιον
Headword (normalized):
κηρύκιον
Headword (normalized/stripped):
κηρυκιον
IDX:
48345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48346
Key:

Data

{'content': 'eye-salve'}