Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
κήρυγμα
κηρύκαινα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκειος
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
κηρύκινος
κηρυκιοειδής
κηρύκιον
κηρυκιοφόρος
κηρυκτός
κηρυκώδης
κηρύλος
κήρυνος
κῆρυξ
View word page
κηρυκεύω
to be a herald

ShortDef

to be a herald

Debugging

Headword:
κηρυκεύω
Headword (normalized):
κηρυκεύω
Headword (normalized/stripped):
κηρυκευω
IDX:
48341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48342
Key:

Data

{'content': 'to be a herald'}