Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
κηροχίτων
κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
κήρυγμα
κηρύκαινα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκειος
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
κηρύκινος
κηρυκιοειδής
κηρύκιον
κηρυκιοφόρος
View word page
κηρύκαινα
charwoman

ShortDef

charwoman

Debugging

Headword:
κηρύκαινα
Headword (normalized):
κηρύκαινα
Headword (normalized/stripped):
κηρυκαινα
IDX:
48336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48337
Key:

Data

{'content': 'charwoman'}