Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
κηροχίτων
κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
κήρυγμα
κηρύκαινα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκειος
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
κηρύκινος
κηρυκιοειδής
View word page
κηρόω
wax over
ShortDef
wax over
Debugging
Headword:
κηρόω
Headword (normalized):
κηρόω
Headword (normalized/stripped):
κηροω
IDX:
48334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48335
Key:
Data
{'content': 'wax over'}