Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
κηροχίτων
κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
κήρυγμα
κηρύκαινα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκειος
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
κηρύκινος
View word page
κηρόχυτος
moulded of wax
ShortDef
moulded of wax
Debugging
Headword:
κηρόχυτος
Headword (normalized):
κηρόχυτος
Headword (normalized/stripped):
κηροχυτος
IDX:
48333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48334
Key:
Data
{'content': 'moulded of wax'}