Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηροτακίς
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
κηροχίτων
κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
κήρυγμα
κηρύκαινα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκειος
κηρύκευμα
κηρυκεύω
κηρυκικός
View word page
κηροχυτέω
to make waxen cells

ShortDef

to make waxen cells

Debugging

Headword:
κηροχυτέω
Headword (normalized):
κηροχυτέω
Headword (normalized/stripped):
κηροχυτεω
IDX:
48332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48333
Key:

Data

{'content': 'to make waxen cells'}