Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηρός
κηροτακίς
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
κηροχίτων
κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
κήρυγμα
κηρύκαινα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκειος
κηρύκευμα
κηρυκεύω
View word page
κηρόχρως
wax-coloured
ShortDef
wax-coloured
Debugging
Headword:
κηρόχρως
Headword (normalized):
κηρόχρως
Headword (normalized/stripped):
κηροχρως
IDX:
48331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48332
Key:
Data
{'content': 'wax-coloured'}