Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμυγδαλοειδής
ἀμυγδαλόεις
ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμύγδαλον
ἀμύγδαλος
ἀμυγδαλώδης
ἄμυγμα
ἀμυδίς
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμυδρότης
ἀμυδρόω
ἀμύδρωσις
Ἀμυδών
ἀμύελος
ἀμυησία
ἀμύητος
Ἀμυθαονίδας
Ἀμυθάων
ἀμύθητος
ἄμυθος
View word page
ἀμυδρότης
dimness

ShortDef

dimness

Debugging

Headword:
ἀμυδρότης
Headword (normalized):
ἀμυδρότης
Headword (normalized/stripped):
αμυδροτης
IDX:
4832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4833
Key:

Data

{'content': 'dimness'}