Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρόπλαστος
κηροποιός
κηροπώλης
κηρός
κηροτακίς
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
κηροχίτων
κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
κήρυγμα
κηρύκαινα
κηρυκεία
κηρύκειον
View word page
κηροφορέω
produce wax

ShortDef

produce wax

Debugging

Headword:
κηροφορέω
Headword (normalized):
κηροφορέω
Headword (normalized/stripped):
κηροφορεω
IDX:
48328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48329
Key:

Data

{'content': 'produce wax'}