Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηροπλαστέω
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηροποιός
κηροπώλης
κηρός
κηροτακίς
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
κηροχίτων
κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
κήρυγμα
κηρύκαινα
View word page
κηρουλκός
bringing destruction

ShortDef

bringing destruction

Debugging

Headword:
κηρουλκός
Headword (normalized):
κηρουλκός
Headword (normalized/stripped):
κηρουλκος
IDX:
48326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48327
Key:

Data

{'content': 'bringing destruction'}