Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηρόπισσος
κηροπλαστέω
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηροποιός
κηροπώλης
κηρός
κηροτακίς
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
κηροχίτων
κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
κήρυγμα
View word page
κηρότροφος
waxen
ShortDef
waxen
Debugging
Headword:
κηρότροφος
Headword (normalized):
κηρότροφος
Headword (normalized/stripped):
κηροτροφος
IDX:
48325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48326
Key:
Data
{'content': 'waxen'}