Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηροπαγής
κηρόπισσος
κηροπλαστέω
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηροποιός
κηροπώλης
κηρός
κηροτακίς
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
κηροχίτων
κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
View word page
κηροτρόφος
death-breeding, deadly

ShortDef

death-breeding, deadly

Debugging

Headword:
κηροτρόφος
Headword (normalized):
κηροτρόφος
Headword (normalized/stripped):
κηροτροφος
IDX:
48324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48325
Key:

Data

{'content': 'death-breeding, deadly'}