Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρόθι
κηρόκλυστος
κηρομάρμαρος
κηρόμελι
κηρόν
κηροπαγής
κηρόπισσος
κηροπλαστέω
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηροποιός
κηροπώλης
κηρός
κηροτακίς
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
View word page
κηροποιός
making wax

ShortDef

making wax

Debugging

Headword:
κηροποιός
Headword (normalized):
κηροποιός
Headword (normalized/stripped):
κηροποιος
IDX:
48319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48320
Key:

Data

{'content': 'making wax'}