Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμυγδάλιος
ἀμυγδαλοειδής
ἀμυγδαλόεις
ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμύγδαλον
ἀμύγδαλος
ἀμυγδαλώδης
ἄμυγμα
ἀμυδίς
ἄμυδις
ἀμυδρός
ἀμυδρότης
ἀμυδρόω
ἀμύδρωσις
Ἀμυδών
ἀμύελος
ἀμυησία
ἀμύητος
Ἀμυθαονίδας
Ἀμυθάων
ἀμύθητος
View word page
ἀμυδρός
indistinct, dim, obscure

ShortDef

indistinct, dim, obscure

Debugging

Headword:
ἀμυδρός
Headword (normalized):
ἀμυδρός
Headword (normalized/stripped):
αμυδρος
IDX:
4831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4832
Key:

Data

{'content': 'indistinct, dim, obscure'}