Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρόθεν
κηρόθι
κηρόκλυστος
κηρομάρμαρος
κηρόμελι
κηρόν
κηροπαγής
κηρόπισσος
κηροπλαστέω
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηροποιός
κηροπώλης
κηρός
κηροτακίς
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
View word page
κηρόπλαστος
moulded of wax, waxen

ShortDef

moulded of wax, waxen

Debugging

Headword:
κηρόπλαστος
Headword (normalized):
κηρόπλαστος
Headword (normalized/stripped):
κηροπλαστος
IDX:
48318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48319
Key:

Data

{'content': 'moulded of wax, waxen'}