Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηροδομέω
κηροειδής
κηρόθεν
κηρόθι
κηρόκλυστος
κηρομάρμαρος
κηρόμελι
κηρόν
κηροπαγής
κηρόπισσος
κηροπλαστέω
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηροποιός
κηροπώλης
κηρός
κηροτακίς
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρουλκός
View word page
κηροπλαστέω
mould of or in wax

ShortDef

mould of or in wax

Debugging

Headword:
κηροπλαστέω
Headword (normalized):
κηροπλαστέω
Headword (normalized/stripped):
κηροπλαστεω
IDX:
48316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48317
Key:

Data

{'content': 'mould of or in wax'}