Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρογραφία
κηροδέτης
κηρόδετος
κηροδομέω
κηροειδής
κηρόθεν
κηρόθι
κηρόκλυστος
κηρομάρμαρος
κηρόμελι
κηρόν
κηροπαγής
κηρόπισσος
κηροπλαστέω
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηροποιός
κηροπώλης
κηρός
κηροτακίς
κηροτέχνης
View word page
κηρόν
to be destroyed, injured

ShortDef

to be destroyed, injured

Debugging

Headword:
κηρόν
Headword (normalized):
κηρόν
Headword (normalized/stripped):
κηρον
IDX:
48313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48314
Key:

Data

{'content': 'to be destroyed, injured'}