Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηρογονία
κηρογραφέω
κηρογραφία
κηροδέτης
κηρόδετος
κηροδομέω
κηροειδής
κηρόθεν
κηρόθι
κηρόκλυστος
κηρομάρμαρος
κηρόμελι
κηρόν
κηροπαγής
κηρόπισσος
κηροπλαστέω
κηροπλάστης
κηρόπλαστος
κηροποιός
κηροπώλης
κηρός
View word page
κηρομάρμαρος
cement

ShortDef

cement

Debugging

Headword:
κηρομάρμαρος
Headword (normalized):
κηρομάρμαρος
Headword (normalized/stripped):
κηρομαρμαρος
IDX:
48311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48312
Key:

Data

{'content': 'cement'}