Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηριτρεφής
κηριώδης
κηρίωμα
κηρίων
κηρογονία
κηρογραφέω
κηρογραφία
κηροδέτης
κηρόδετος
κηροδομέω
κηροειδής
κηρόθεν
κηρόθι
κηρόκλυστος
κηρομάρμαρος
κηρόμελι
κηρόν
κηροπαγής
κηρόπισσος
κηροπλαστέω
κηροπλάστης
View word page
κηροειδής
like wax, waxen

ShortDef

like wax, waxen

Debugging

Headword:
κηροειδής
Headword (normalized):
κηροειδής
Headword (normalized/stripped):
κηροειδης
IDX:
48307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48308
Key:

Data

{'content': 'like wax, waxen'}