Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηριοποιός
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηριώδης
κηρίωμα
κηρίων
κηρογονία
κηρογραφέω
κηρογραφία
κηροδέτης
κηρόδετος
κηροδομέω
κηροειδής
κηρόθεν
κηρόθι
κηρόκλυστος
κηρομάρμαρος
κηρόμελι
κηρόν
κηροπαγής
κηρόπισσος
View word page
κηρόδετος
wax-bound

ShortDef

wax-bound

Debugging

Headword:
κηρόδετος
Headword (normalized):
κηρόδετος
Headword (normalized/stripped):
κηροδετος
IDX:
48305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48306
Key:

Data

{'content': 'wax-bound'}