Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηριόομαι
κηριοποιός
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηριώδης
κηρίωμα
κηρίων
κηρογονία
κηρογραφέω
κηρογραφία
κηροδέτης
κηρόδετος
κηροδομέω
κηροειδής
κηρόθεν
κηρόθι
κηρόκλυστος
κηρομάρμαρος
κηρόμελι
κηρόν
κηροπαγής
View word page
κηροδέτης
bound or joined with wax

ShortDef

bound or joined with wax

Debugging

Headword:
κηροδέτης
Headword (normalized):
κηροδέτης
Headword (normalized/stripped):
κηροδετης
IDX:
48304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48305
Key:

Data

{'content': 'bound or joined with wax'}